ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ
Όταν ο
χριστιανισμός ξεκίνησε από την Ιουδαία για να κατακτήσει την καρδιά και το νου
του αρχαίου κόσμου, στο διάβα του συνάντησε τον Ελληνισμό, ένα σπουδαίο φίλο
και συνάμα επικίνδυνο συνοδοιπόρο. Η
εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου μετέφερε τον Ελληνισμό μέχρι τα βάθη της
Ασίας ριζώνοντάς τον βαθιά στο έδαφος της Ανατολής. Έτσι δημιουργήθηκε ο απέραντος ελληνιστικός
κόσμος όπου μια γλώσσα και μια παιδεία κυριαρχούσε. Στο περιβάλλον αυτό εμφανίζεται μια νέα πίστη και οι πρώτοι
μαθητές της λούζονται στο Φως της Πεντηκοστής και οπλίζονται με τις δωρεές του
Αγίου Πνεύματος για να μεταφέρουν το μήνυμα της νέας τους πίστης. Την εποχή εκείνη η χριστιανική
Εκκλησία βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα:
να επιδιώξει συνεργασία ή ρήξη με τον ελληνισμό; Αν ακολουθούσε τη δεύτερη επιλογή ,τη σύγκρουση, δύσκολα θα μπορούσε να μεταφέρει το μήνυμα της
στον κόσμο της εποχής αλλά και αν ακολουθούσε την πρώτη, φοβόταν την αλλοίωση
του περιεχομένου της αλήθειας της. Μετά τους τρεις πρώτους αιώνες ,όπου η ρωμαϊκή εξουσία γέμισε τους
τόπους θανατικής καταδίκης με χριστιανούς και το χριστιανικό πάνθεο με ανώνυμους
και επώνυμους αγίους, ήρθε η αναγνώριση
για τους χριστιανούς και την εκκλησία
τους. Από τον τέταρτο αιώνα οι χριστιανοί έχοντας και τη στήριξη της εξουσίας
καλούνται ή να εξαφανίσουν οτιδήποτε θύμιζε τον ελληνικό πολιτισμό και τη θρησκεία του
ή να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ χριστιανικής
θρησκείας και ελληνικής παιδείας.
Το δίλημμα μεγάλο , οι προκλήσεις πολλές και το μέλλον αβέβαιο.
Ευτυχώς
για τον άνθρωπο , τις αξίες, την παιδεία και το μέλλον του βρέθηκαν οι φωτισμένοι
Πατέρες της Εκκλησίας κυρίως του
τέταρτου αιώνα που έχτισαν γερά τα θεμέλια αυτής της σχέσης ελληνισμού και
χριστιανισμού. Μεταξύ αυτών είναι και οι τρεις Ιεράρχες τους οποίους τιμούμε με τη σημερινή γιορτή. Ο
Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο θεολόγος
ή Νανζιανζηνός και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος που έζησαν και
έδρασαν τον τέταρτο αιώνα, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στη συμπόρευση της ελληνικής παιδείας με τη χριστιανική
πίστη. Μελέτησαν και αφομοίωσαν δημιουργικά την ελληνική
παιδεία αλλά ο καθένας είχε τον τρόπο του
να εκφράσει την αγάπη και το θαυμασμό του ή τις επιδράσεις που δέχθηκε από
αυτήν.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος πρότεινε στους
γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στα
δημόσια σχολεία από τα μοναστηριακά :<<αν
έχετε δασκάλους που μπορούν να διδάξουν στα παιδιά σας την αρετή>>
έλεγε στους γονείς <<δεν μπορώ καθόλου να συνηγορήσω να τα στείλετε στο
μοναστήρι. Αντίθετα θα επιμείνω να μείνουν στα δημόσια σχολεία>>. Ο
Γρηγόριος φαίνεται δίγνωμος, πότε επιτίθεται
με σφοδρότητα κατά της φιλοσοφίας και πότε σου δίνει την αίσθηση ότι
ξεπερνά όλους σε υμνολογία της ελληνικής παιδείας. Ο μόνος που διατηρεί μια σταθερά ευνοϊκή στάση υπέρ
της ελληνικής παιδείας είναι ο Μέγας Βασίλειος.
Ο Βασίλειος ,στο έργο που έγραψε
με τον τίτλο <<προς τους νέους και πως αυτοί θα ωφεληθούν από την
ελληνική παιδεία>> σκοπό είχε να στρέψει το ενδιαφέρον των νέων προς την
ελληνική παιδεία για να διδαχθούν από τα πρότυπα ηθικής συμπεριφοράς που αυτή
προβάλλει. Η μελέτη της ελληνικής γραμματείας αναφέρει, αποτελεί χρήσιμη
προετοιμασία για την κατανόηση του πνεύματος της Αγία Γραφής. Όπως οι βαφείς, λέει ο Βασίλειος, δεν βάφουν τίποτε
πριν το υποβάλλουν στην κατάλληλη προετοιμασία, έτσι και οι χριστιανοί πρέπει να προετοιμάζονται μέσω της ελληνικής παιδείας για να δεχθούν την αλήθεια της Αποκάλυψης.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμμαθητής του Μεγάλου Βασιλείου, τιμήθηκε από την
Εκκλησία με το προσωνύμιο του θεολόγου και όχι άδικα. Κατήχησε ,δίδαξε και εκφώνησε τους περίφημους θεολογικούς του λόγους και θωράκισε την
ορθοδοξία απέναντι στις αιρέσεις. Πρώτος αυτός ονόμασε το Άγιο Πνεύμα ομοούσιο
με τον Πατέρα και τον Υιό και εισήγαγε τον όρο εκπόρευση
στο Σύμβολο της Πίστεως, το γνωστό μας Πιστεύω. Χρησιμοποίησε με τον
καλύτερο τρόπο τις λέξεις και τις έννοιες της πλούσιας ελληνικής γλώσσας και
φιλοσοφίας, προσφέροντας στη φαρέτρα
της Εκκλησίας πολύ δυνατά όπλα.
O τρίτος των
μεγάλων ιεραρχών που τιμούμε σήμερα,
ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ολοκλήρωσε τις σπουδές του μέσα στο περιβάλλον
της γενέτειρας του ,της Αντιόχειας, σπουδαίου
κέντρου του Ελληνισμού την εποχή εκείνη .Ο Ιωάννης διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας λόγω
της σπάνιας ρητορικής χάρης, της δύναμης του θεολογικού του λόγου αλλά και
των μηνυμάτων του υπέρ των φτωχών και καταπιεσμένων
της εποχής του και γι΄αυτό έλαβε το προσωνύμιο
Χρυσόστομος. Τα λόγια όμως, όταν δεν γίνονται πράξη, δεν έχουν καμιά
αξία και κυρίως όταν λέγονται από έναν επίσκοπο, όπως ήταν ο Ιωάννης. Το 397
χειροτονήθηκε επίσκοπος Κωνσταντινούπολης και κατά τη διάρκεια της θητείας του
καταδίωξε όσους θησαύριζαν από την ιεροσύνη
και μετέβαλε την αρχιεπισκοπή σε φιλανθρωπικό κέντρο. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να πουλήσει τους
εκκλησιαστικούς θησαυρούς και τα ακριβά αντικείμενα της αρχιεπισκοπής
και να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς .Κατά τη διάρκεια της θητείας του επτά χιλιάδες άνθρωποι τρέφονταν από τα
συσσίτια που είχε οργανώσει. Πίστευε ότι
θεμέλιο του κοινωνικού βίου είναι η φιλανθρωπία και ρίζα όλων των κακών η
πλεονεξία και το πάθος για πλουτισμό. Τα αγαθά ,έλεγε, προέρχονται από το Θεό
και ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα χωρίς διακρίσεις, ενώ χρέος των πλουσίων
είναι η σωστή διαχείριση τους.
Η δουλεία πάσης μορφής είναι προϊόν αμαρτίας. Ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας μας κουρασμένος από τις πολλές κακουχίες και
βαριά άρρωστος πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 407.Μέχρι σήμερα παραμένουν αναλλοίωτα μέλη του σώματος του που
φυλάσσονται στη ιερά μονή Βατοπεδίου του
Αγίου Όρους. Στην εποχή που έζησαν και
έδρασαν οι τρεις ιεράρχες τα προβλήματα περίσσευαν και ένα από τα σημαντικότερα
τότε, όπως και σήμερα, ήταν οι
συγκρούσεις και οι πόλεμοι. Οι Τρεις
Ιεράρχες δεν διστάζουν να μιλήσουν ανοιχτά και να καταγγείλουν τους υπεύθυνους
των συγκρούσεων και των πολέμων. Για τον Χρυσόστομο, η πλεονεξία των πλουσίων,
που έχει σαν συνέπεια την ανισοκατανομή των αγαθών, είναι η αιτία των
κοινωνικών συγκρούσεων. Δεν είναι του Θεού «η γη και το πλήρωμα αυτής»; (Ψαλμ.
κγ’, 1). Αν λοιπόν όσα έχουμε ανήκουν στο Θεό, που είναι ο ίδιος για όλους μας,
άρα ανήκουν και στους συνανθρώπους μας. «Κοίταξε, σε παρακαλώ, το σχέδιο
του Θεού. Έφτιαξε πολλά πράγματα κοινά, για να φιλοτιμηθεί το γένος των
ανθρώπων βλέποντάς τα. Έτσι, τον αέρα, τον ήλιο, το νερό, τη γη, τον ουρανό, τη
θάλασσα, το φως, τ’αστέρια, τα έδωσε να τα χαίρονται όλοι το ίδιο, σαν αδέλφια.
Τα ίδια μάτια έδωσε σε όλους, το ίδιο σώμα, την ίδια ψυχή, όλα όμοια είναι
φτιαγμένα... Πρόσεξε λοιπόν, ότι οι άνθρωποι δεν μαλώνουν για τα κοινά
πράγματα, αλλ’ αντίθετα ζουν ειρηνικά. Όταν, όμως, κάποιος επιχειρήσει ν’
αρπάξει κάτι και να το κάνει δικό του, αρχίζει ο τσακωμός, σαν και η ίδια η
φύση να αγανακτεί. Γιατί, ενώ ο Θεός με κάθε τρόπο μας αδελφώνει, εμείς, εν
τούτοις, τσακωνόμαστε και χωριζόμαστε και αρπάζουμε για ιδιοκτησία και λέμε “το
δικό μου” και “το δικό σου”, αυτές τις ψυχρές λέξεις. Έτσι ξεσπούν οι πόλεμοι,
έτσι γεννιέται η αδικία στους ανθρώπους...» (Ομιλία 12 στην προς Τιμόθεον Α’).Ο
Μ. Βασίλειος θεωρεί απαράδεκτο τα αγαθά της ειρήνης να τα χαίρονται ελάχιστοι
άνθρωποι, ενώ χιλιάδες να αποκλείονται από αυτά . Σε άλλο σημείο, ο ίδιος
ρωτάει: «Μέχρι πότε θα υπάρχει πλούτος, που είναι η αφορμή του πολέμου: Οι
εξοπλισμοί γίνονται για την απόκτηση του πλούτου» .Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος,
συμπληρώνοντας τον προβληματισμό του Μ. Βασιλείου λέει: «Μητέρα των πολέμων
είναι η πλεονεξία, οι πόλεμοι με τη σειρά τους γεννούν την υψηλή φορολογία, που
είναι η αυστηρότερη καταδίκη των πολιτών». Για τον Χρυσόστομο, αιτία της
καταστροφής της ειρήνης και της ενότητας των πιστών, είναι «ο έρωτας για τα
χρήματα, την εξουσία και τη δόξα». «Τίποτε δεν συμβάλλει τόσο πολύ σε μάχη και
σε πόλεμο, όσο ο έρωτας για τα παρόντα, όσο δηλαδή η επιθυμία για δόξα, χρήματα
ή για καλοπέραση» .Προϋπόθεση για την επικράτηση της ειρήνης στις σχέσεις
ανθρώπων και λαών, είναι η αγάπη, όχι σαν θεωρητικολογία, αλλά σαν στάση ζωής.
Η έλλειψη της αγάπης οδηγεί στην κοινωνική αδικία, που έχει ως συνέπειά της την
αναστάτωση. «Εάν όλοι αγαπούσαν ο ένας τον άλλον αμοιβαία, σε τίποτα πλέον δεν
θα μπορούσε κανείς να αδικήσει, τουναντίον, μάλιστα, και οι φόνοι, και οι μάχες
,και οι πόλεμοι, και οι επαναστάσεις, και οι αρπαγές, και οι πλεονεξίες, και όλα
τα κακά θα παραμερίζονταν, ώστε να φθάναμε στο σημείο να αγνοούμε ακόμα και
ονομαστικά την κακία» (Ι. Χρυσόστομος) .Οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν
«ειρηνολογία», δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση
εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η «ειρηνική συνύπαρξη» χωρίς
περιερχόμενο. Η ειρήνη, αν μείνει μόνο στα λόγια, λέει ο Μ Βασίλειος, καταντάει
κοροϊδία. Υπογραμμίζουν πως η ειρήνη συμπορεύεται με τη δικαιοσύνη και την
αγάπη. Ξεκαθαρίζουν στα κείμενά τους, ότι μιλούν για την αληθινή ειρήνη, αυτή
που ενώνει πραγματικά τους ανθρώπους μεταξύ τους και με Θεό. Ο Χριστιανός
οφείλει να συγκρούεται με τους «τυράννους» που «νοσούν στη πίστη» (Γρηγόριος
Θεολόγος) και όχι να έρχεται σε συμφωνία μαζί τους, χάριν του συμφέροντος.
Σκοπός του Χριστιανού, βέβαια, είναι να ειρηνεύει με όλους, όταν αυτό είναι
δυνατόν. «Διότι μερικές φορές δεν είναι δυνατόν. Όπως, π.χ., όταν η υπόθεση
αφορά την πίστη στο Θεό, ή όταν ο αγώνας γίνεται γι’αυτούς που αδικούνται. Αν
δεις κάπου να κακοποιείται η πίστη, τότε μην προτιμήσεις την ομόνοια από την
αλήθεια, αλλά στάσου αντιμέτωπος στο κακό με γενναιότητα, μέχρι θανάτου»
(Χρυσόστομος). Η χριστιανική πίστη δεν μπορεί να ταυτιστεί και να συμβαδίσει με
την «ειρήνη» των εκμεταλλευτών και των ασεβών, γιατί ακριβώς αυτή δεν είναι
πραγματική ειρήνη. Είναι «ειρήνη» των λίγων, και όχι όλων των παιδιών του Θεού.
Για τον άγιο Γρηγοριο «είναι προτιμότερος ο αξιέπαινος πόλεμος από την ειρήνη
που μας χωρίζει από τον Θεό» .Και στην περίπτωση όμως αυτή, κατά τους μεγάλους
Πατέρες της Εκκλησίας, ο πιστός οφείλει να κάνει διάκριση μεταξύ προσώπων και
αντιλήψεων. Να πολεμά δηλαδή και να συγκρούεται με καταστάσεις, αλλά όχι να
μισεί και να αποστρέφεται ανθρώπους, όποια και αν είναι η πίστη τους. Να συγκρούεται με αντιλήψεις και ιδέες και όχι
να αφαιρεί ανθρώπινες ζωές στο όνομα ενός θεού κομμένου και ραμμένου στα μέτρα
του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Να
μη μετατρέπει, δηλαδή, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, την ψυχή του σε πεδίο μιας
μάχης χωρίς νικητές.
Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι για να
επιτευχθεί η εξωτερική ειρήνη, ο άνθρωπος πρέπει προηγούμενα να έχει πετύχει
την ειρήνευση του εσωτερικού του κόσμου. Για τους Τρεις Ιεράρχες, είναι ανώφελο
κάποιος να αγωνίζεται να ειρηνεύσει τους άλλους, ενώ δεν έχει κατορθώσει να
πετύχει την εσωτερική γαλήνη και ηρεμία. Μόνο κατορθώνοντας την εσωτερική
ειρήνη ο Χριστιανός, γίνεται πραγματικά «ειρηνοποιός» δηλαδή, «Υιός Θεού». Μόνο
τότε, οι όποιοι αγώνες του για την ειρήνη του κόσμου θα έχουν ευεργετικά
αποτελέσματα για τους άλλους. Μόνο τότε, το όραμα του προφήτη Μιχαία θα αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. «Θα
κάνουν τα σπαθιά τους άροτρα και τα δόρατά τους δρεπάνια. Κανένα έθνος δεν θα
ξανασηκώσει πάλι το σπαθί του εναντίον
άλλου έθνους, ούτε θα ξαναμάθουν πια να πολεμούν» ( Προφήτης Μιχαίας δ’
3). Κλείνοντας
την αναφορά μας στο έργο και την προσφορά των τριών ιεραρχών θα ήταν άδικο να
μην πούμε και δυο λόγια παραπάνω για την πιο οικεία και συνάμα πιο άγνωστη
μορφή, την μορφή του Μεγάλου και Αγίου
Βασιλείου που γεννήθηκε το 330 και
πέθανε το 379. Έζησε δηλαδή περίπου
πενήντα χρόνια γεμάτα από αγώνες ,στερήσεις και προσφορά προς
τον άνθρωπο και ο θάνατος τον βρήκε καταπονημένο
και αδύναμο και σίγουρα όχι παχουλό και
χαρούμενο γέροντα, δημιούργημα της
σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας που
ζει και κινείται στους ρυθμούς της αγοράς.
O
Bασίλειος καταγόταν
από μια πλούσια και πιστή
οικογένεια. Γεννήθηκε στην
Καισάρεια της Καππαδοκίας όπου
άρχισε τις σπουδές του και τις συνέχισε στην Αθήνα, στην πόλη που γνωρίστηκε με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Η
γνωριμία αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο
και για την πορεία τους στα γράμματα και
την πίστη. Καρπός της συνεργασίας τους υπήρξε και η σύνταξη της Φιλοκαλίας, ενός σπουδαίου έργου που στηρίζει τον αγώνα για
πνευματική τελείωση των πιστών.
Γύρω στα έτη 326-324 ο Βασίλειος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και ανέλαβε δράση
για την επίλυση των πολλών προβλημάτων
της περιοχής του. Ο
μεγάλος καημός του ήταν η συνεννόηση μεταξύ των χριστιανών
και η φροντίδα των ανθρώπων που είχαν
ανάγκη , χωρίς να κάνει διακρίσεις στο
χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία, βλέποντας στα πρόσωπα τους την εικόνα του
ίδιου του Θεού. Όσο σημαντικό υπήρξε το κοινωνικό του έργο,
εξίσου σημαντική ήταν και η προσφορά του στο διάλογο για τη συμπόρευση χριστιανικής πίστης με την ελληνική παιδεία. Η προσοχή του
ήταν στραμμένη στη προσεκτική
μελέτη της κλασικής παιδείας. Δεν πρέπει ,έλεγε, τους αρχαίους σοφούς να τους
ακολουθούμε εκεί όπου μας πάνε, έχοντας παραδώσει το πηδάλιο του μυαλού μας σε αυτούς ,όπως ακριβώς γίνεται στα καράβια
.Επιβάλλεται, θα τονίσει, να γίνεται
έλεγχος της πνευματικής μας τροφής
όπως κάνουμε και με τις τροφές
που τρώμε. Είναι ντροπή ,θα πει, να
προσέχουμε τι τρώμε και να αδιαφορούμε
για τις βλαβερές πνευματικές τροφές .Δεν χρειάζεται νομίζω να τονίσουμε πόσο επίκαιρες είναι οι συμβουλές
του Βασιλείου για το σημερινό
άνθρωπο αλλά κυρίως για τους
νέους ανθρώπους. Η
εποχή μας ,εποχή της πληροφόρησης και της, χωρίς όρια, επικοινωνίας, είναι γεμάτη
προκλήσεις και προσκλήσεις για το νέο
άνθρωπο. Τα μέσα ενημέρωσης, ο
έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος, αλλά
κυρίως το διαδίκτυο με την τεράστια
δυναμική του , προσφέρουν ιδέες ,πρότυπα
και τρόπους συμπεριφοράς σε
ασύλληπτη ποσότητα και ταχύτητα. Το
ερώτημα είναι με ποιο τρόπο
θα μπορέσουν οι σημερινοί νέοι
να αντιμετωπίσουν , να
αξιολογήσουν και να διαχειριστούν όλες
αυτές τις προκλήσεις. Ο Μέγας Βασίλειος,
αν ζούσε σήμερα θα έδινε τις ίδιες συμβουλές που έδωσε και στους νέους της
εποχής του, πριν δεκάξι αιώνες:
τα σοφά έντομα έλεγε ούτε σε όλα τα
άνθη πηγαίνουν ούτε ό,τι
βρουν το παίρνουν, αλλά επιλέγουν
αυτό που τους είναι χρήσιμο και
το υπόλοιπο το αφήνουν. Ας προφυλάξουμε
και εμείς τον εαυτό μας
από κάθε τι που με τόση ευκολία
και με δελεαστικό περιτύλιγμα μας
προσφέρεται . Σήμερα, περισσότερο ίσως από κάθε
άλλη εποχή, είναι καλό να μελετήσουμε
τα κείμενα των τριών αυτών πατέρων της Εκκλησίας μας και να διδαχθούμε από τα μηνύματα τους. Η
σύγχρονη πραγματικότητα μας έχει
κουράσει με τη βία, την εγκληματικότητα, την παραπληροφόρηση και τους κάθε είδους σωτήρες της. Η ελληνική παιδεία και η χριστιανική πίστη, έτσι
όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τη
ζωή και το έργο των τριών ιεραρχών,
αποτελεί πυξίδα για το μέλλον.
Κανένα πρότυπο που προβάλλεται από τους αυτόκλητους σωτήρες της εποχής
μας δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρότυπο που επιλέγει και προβάλλει ο Μέγας Βασίλειος, αυτό του
γιου του λιθοξόου Σωφρονίσκου και
της μαίας Φαιναραίτης ,του γνωστού μας Σωκράτη. Ένας μεθυσμένος, αναφέρει ο Βασίλειος,
γρονθοκόπησε εντελώς αναίτια στο πρόσωπο
τον Σωκράτη με αποτέλεσμα
να παραμορφωθεί το πρόσωπο του
από το πρήξιμο. Πως αντέδρασε ο Σωκράτης; Σίγουρα όχι όπως θα αντιδρούσαμε εμείς
αλλά με το να γράψει στο πρόσωπο
του το
όνομα αυτού που
τον γρονθοκόπησε ,όπως κάνουν οι
καλλιτέχνες μόλις τελειώσουν το
έργο τους. Μια τέτοια στάση ζωής
έρχεται να χτυπήσει τη βία
όχι με τη βία αλλά με
τα πνευματικά όπλα ενός ανώτερου
πολιτισμού, του ελληνικού, ο
οποίος όταν συναντά τον λόγο της Αποκάλυψης, ολοκληρώνεται και χτίζει
κοινωνίες και πρόσωπα με αρχές και αξίες σαν αυτές που υπηρέτησαν μέχρι το
τέλος της ζωής τους οι πατέρες που σήμερα
τιμούμε.
Δ.ΚΑΪΜΑΣΙΔΗΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015