Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014
Πολιτική και αξίες.
Ιωάννης Σ. Πέτρου (Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ), Πολιτική και αξίες
Εισήγηση
στο 13ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Χριστιανικός βίος και πολιτική
εξουσία» που διεξήχθη στο Μιλάνο (28-30 Αυγούστου)

Λέγοντας πολιτική εννοούμε:
- την άσκηση κυβερνητικού έργου και τη διακυβέρνηση μιας χώρας,
- τις ενέργειες των πολιτικών κομμάτων για την άσκηση εξουσίας ή την κατάκτηση της εξουσίας ή την άσκηση ελέγχου του κυβερνητικού έργου όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση,
- την πραγματοποίηση διαφόρων πολιτικών για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων,
- τη συμπεριφορά των πολιτών μέσω της οποίας εκφράζονται αυτοί πολιτικά σε σχέση με τη διαχείριση των κοινών πραγμάτων, αλλά και τις επιλογές τους για τον προσδιορισμό εκείνων που θα διαχειριστούν τα κοινά, την αλληλόδρασή τους με τους πολιτικούς και τη διαμόρφωση των αντιλήψεων που αφορούν στην πολιτική διαχείριση του τόπου τους.
Επομένως, η μοντέρνα πολιτική αφορά στους
πολιτικούς που ασκούν εξουσία ή ελέγχουν αυτούς που ασκούν εξουσία και
τους πολίτες τόσο στην κύρια έκφρασή τους κατά τις εκλογικές
διαδικασίες, όσο και κατά την αλληλόδρασή τους στη διαμόρφωση αντιλήψεων
που αφορούν στη διακυβέρνηση των κοινών υποθέσεων και των ζητημάτων που
αφορούν την κοινωνία και τα μέλη της.
Από τα πιο σημαντικά ζητήματα που πρέπει
να αναφέρει κανείς μιλώντας για την πολιτική στη σύγχρονη πραγματικότητα
είναι ότι δεν μπορεί να νοηθεί η μοντέρνα πολιτική χωρίς την ύπαρξη της
Δημοκρατίας. Ίσως πριν από μερικά χρόνια να θεωρούσαμε αυτονόητο τι
περιλαμβάνει και χαρακτηρίζει τη Δημοκρατία. Μιλώντας γενικά πρέπει να
πει κανείς ότι σε πολλά ζητήματα έχουμε μια α(άλφα) αντίληψη σε μια
δεδομένη στιγμή και αισθανόμαστε βέβαιοι ότι όλοι καταλαβαίνουν τα ίδια
πράγματα και συμφωνούν γι’ αυτά. Δυστυχώς δεν είναι τόσο απλά τα
πράγματα. Γι’ αυτό και είμαστε υποχρεωμένοι να τα επαναπροσδιορίζουμε ή
να υπενθυμίζουμε ορισμένες διαστάσεις τους που είτε αγνοούνται είτε
σκόπιμα παραβλέπονται. Οι διάφορες μάλιστα εμπλεκόμενες πλευρές συνήθως
τονίζουν τις πλευρές που ευνοούν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους
και παραγνωρίζουν άλλες που είναι εξίσου πολύ σημαντικές με αυτές που
προβάλλονται, αλλά δεν ευνοούν τις επιδιώξεις τους. Εξάλλου, ορισμένες
διαστάσεις αναγκαζόμαστε να τις τονίσουμε, γιατί ανακύπτουν σοβαρά
προβλήματα που οφείλονται στην παραγνώρισή τους ή τα προβλήματα αυτά
καθιστούν αναγκαίο τον τονισμό και την προβολή τους.
Με βάση αυτά τα θεωρητικά είναι
απαραίτητο να αναφέρουμε ποια είναι τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για
την ύπαρξη της σύγχρονης Δημοκρατίας. Η πραγματοποίηση εκλογών και οι
εκλογικές διαδικασίες, που είναι βασική έκφραση των θεμελιωδών πολιτικών
δικαιωμάτων των πολιτών, του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, αλλά και
συνθέτουν τη βασική διαδικασία για τη συγκρότηση της εκτελεστικής
εξουσίας (κυβέρνηση) και του αντιπροσωπευτικού σώματος της νομοθετικής
λειτουργίας (Βουλή, και Γερουσία, όπου προβλέπεται), δεν αρκούν για να
χαρακτηριστεί ένα σύγχρονο πολίτευμα δημοκρατικό. Θα αναφερθούν, λοιπόν,
ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να
αναπτυχθούν διεξοδικά, λόγω του περιορισμένου χρόνου και «χώρου» της
εισήγησης. Πρέπει όμως να λεχθεί ότι αυτά, πέρα από αφελείς τοποθετήσεις
πως αποτελούν «δυτικά» δημιουργήματα και έτσι δεν ταιριάζουν σε άλλους
«πολιτισμούς», είναι πολιτικά και κοινωνικά δημιουργήματα που προήλθαν
μέσα από την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων, τα οποία
επανέρχονται στο προσκήνιο με την αρνητική εμπλοκή του παράγοντα της
θρησκείας. Δυστυχώς η εμπλοκή του παράγοντα της θρησκείας στο χώρο της
πολιτικής και της κοινωνίας δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από εκείνα
που επιλύει. Αυτό δεν σημαίνει ότι πιστοί και θρησκευτικοί φορείς δεν
μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση προβλημάτων της κοινωνίας και της
πολιτικής. Απλώς δεν μπορούν να αξιώνουν τη «θεοκρατική» θεμελίωση της
εξουσίας, την επιβολή «θείων» νόμων και τη θρησκευτική κατοχύρωση των
κοινωνικών πρακτικών. Τα ίδια ισχύουν και για ιδεολογικά προσδιορισμένες
πολιτικές επιλογές με ουτοπικές προοπτικές. Αποτελούν σίγουρη απάτη που
καταλήγει σε πολιτική εφαρμογή του ολοκληρωτισμού, αν στην πορεία των
πραγμάτων δεν υπάρξει διαφοροποίησή τους.
Έτσι, η σύγχρονη Δημοκρατία, εξαιτίας του
γεγονότος ότι προήλθε από την αντίθεση στη θρησκευτικά νομιμοποιημένη
απολυταρχία, στηρίζεται:
- στη λαϊκή κυριαρχία και τη λαϊκή νομιμοποίησή της,
- στην απομύθευση της πολιτικής ή πιο απλά στο διαχωρισμό της πολιτικής από τη θρησκεία,
- στη λειτουργία του κοσμικού νόμου που ισχύει για όλους, ενώ αντίθετα δεν μπορεί να υπάρχει «θρησκευτικός» ή «θείος» νόμος,
- στη διάκριση των εξουσιών, στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που πρέπει να κατανοηθούν όχι μόνο ως δικαιώματα αλλά και ως υποχρεώσεις των πολιτών,
- στην κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας και της ελευθερίας του λόγου, και
- στο σεβασμό στις ποικίλες κοινωνικές και πολιτιστικές διαφορετικότητες.
Τα δεδομένα αυτά έχουν ιδιαίτερη
σπουδαιότητα για μας όχι μόνο γιατί αποτελούν την κατάληξη μιας
ταραχώδους και δύσκολης πορείας του μοντέρνου πολιτισμού, αλλά ορισμένα
συνδέονται και με το Διάταγμα των Μεδιολάνων, που θα μπορούσε να
θεωρηθεί η απαρχή αυτών, αν και ακολούθησε μια μακρόχρονη πολιτική
πορεία τόσο στην καθ’ ημάς ανατολή όσο και στη δύση που ήταν ανατροπή
του τόσου σημαντικού αυτού διατάγματος ανεξιθρησκίας. (Όπως ίσως θα σας
είναι γνωστό «ανεξιθρησκία» σημαίνει ότι υπάρχει ένα επίσημο θρήσκευμα
και τα άλλα είναι απλώς ανεκτά. Με τη θρησκευτική ελευθερία που είναι
ατομικό δικαίωμα των πολιτών δεν υπάρχει κάποιο θρήσκευμα που συνδέεται
με τη συγκεκριμένη πολιτεία και τυγχάνει ιδιαίτερης προστασίας, αλλά ο
πολίτης είναι ελεύθερος να επιλέξει τη θρησκευτική του ταυτότητα και οι
θρησκευτικές κοινότητες είναι ελεύθερες να δρουν στο δημόσιο χώρο, αρκεί
να μη λειτουργούν ενάντια στη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της
κοινωνίας. Ακόμη, τα δικαιώματα, άρα και η θρησκευτική ελευθερία δεν
μπορούν να ασκηθούν καταχρηστικά).
Μετά από αυτά θα πρέπει να λεχθούν λίγα
θεωρητικά για τις κοινωνικοπολιτικές και ηθικές αξίες, και ιδίως για
ποιους λόγους γεννιούνται. Είναι ευνόητο ότι αν είχαμε έναν κοινωνικό
κόσμο που λειτουργούσε ιδανικά και όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς
προβλήματα, δεν θα χρειαζόμασταν κανόνες ρυθμιστικούς για να διευθετούν
τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Επειδή όμως ο κόσμος μας δεν είναι
ιδανικός αλλά πλήρης προβλημάτων, γι’ αυτό απαιτούνται κατά καιρούς
ανάλογα με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε «οδοδείκτες». Το ρόλο αυτό
παίζουν οι κοινωνικοπολιτικές και ηθικές αξίες. Είτε είναι αξίες που
χρησιμοποιήθηκαν παλιότερα και τις αντλούμε από τη σοφία προηγουμένων,
αλλά τις επανερμηνεύουμε για να ταιριάξουν στα προβλήματα και τις
δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, είτε είναι καινούργιες που τις
δημιουργούμε μέσα από την προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τα συγκεκριμένα
προβλήματα της εποχής μας. Τα προβλήματα και οι κρίσεις λειτουργούν με
τέτοιο τρόπο που μας αναγκάζουν να βρούμε τρόπους να βγούμε από τη
δυσκολία, στην οποία έχουμε περιέλθει. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να
έχουμε προβλήματα για να δημιουργούμε αξίες, αλλά δυστυχώς αυτό
συμβαίνει στην πράξη. Ιδίως όταν συνηθίσουμε σε μια κατάσταση που μας
πρόσφερε διευκόλυνση, και κυρίως ευμάρεια, έστω και πλαστή, προβάλλουμε
πολύ μεγάλες αντιστάσεις στο να αλλάξουμε αυτό που εξωτερικά παρείχε
ευμάρεια αλλά εσωτερικά αποτελεί την αιτία μεγάλης κρίσης.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί μια
βασική διάσταση που μπορεί να μην ακούγεται ευχάριστα στα αυτιά μας. Τα
προβλήματα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής δεν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν ως μέσα για την επίτευξη άλλων σκοπών. Στην περίπτωση
του θρησκευτικού χώρου δεν μπορεί να είναι μέσα, «εργαλεία», για την
προώθηση της ιεραποστολής και τη διάδοση της πίστης. Αυτό δεν σημαίνει
ότι από το θρησκευτικό χώρο δεν μπορεί ή δεν πρέπει να υπάρχει
ενδιαφέρον για τα προβλήματα αυτά. Απλώς δεν μπορούν αυτά να
χρησιμοποιηθούν για την προώθηση άλλων σκοπών. Το δεύτερο σημαντικό
στοιχείο είναι ότι δεν μπορεί να συνδεθούν με μιαν αντίληψη
μοναδικότητας ως προς την παραγωγή των αξιών. Επίσης, σε ένα
πλουραλιστικό κόσμο θα πρέπει οι αξίες να μην έχουν θρησκευτικούς ή
ιδεολογικούς χρωματισμούς. Άρα το ενδιαφέρον στρέφεται στα πράγματα
καθεαυτά, δηλ. στις αξίες καθεαυτές, και όχι στις θεμελιώσεις ή στον
τρόπο παραγωγής τους.
Υπάρχουν πολλά αρνητικά δεδομένα και μια
τρομακτική εκμετάλλευση των προβλημάτων στο πλαίσιο της πολιτικής. Το
πιο επικίνδυνο στην περίπτωση αυτή είναι ο «λαϊκισμός», είτε αριστερός ή
δεξιός δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αποτελεί μιαν άκρως επικίνδυνη
εκμετάλλευση του θυμικού των ανθρώπων, υπόσχεται απίθανα πράγματα
αδιαφορώντας αν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Το ίδιο και ο εθνολαϊκισμός
που γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνος όταν καταλήγει στον εθνοφασισμό. Σε
αυτά θα πρέπει να προσθέσει κανείς τον θρησκευτικοπολιτικό
φονταμενταλισμό και τις αξιώσεις ακραίων θρησκευτικών ομάδων και
κομμάτων να επιβάλουν κάποιο θρησκευτικό νόμο. Οι ακραίες αυτές κινήσεις
από τον λαϊκισμό μέχρι τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό αρνούνται να
δεχθούν και να μιλήσουν με βάση την πραγματικότητα, αλλά πλάθουν μια
πραγματικότητα που ταιριάζει στα μέτρα τους και στις αντιλήψεις και τα
συμφέροντά τους, άσχετα αν παρουσιάζονται αυτά ως η «επίλυση» των
προβλημάτων της κοινωνίας. Όλες οι μορφές πολιτικού λόγου από το
λαϊκισμό μέχρι τον φονταμενταλισμό δεν έχουν καμιά σχέση με τη
δημοκρατία και είναι πρόδρομοι της επιβολής απολυταρχικών καθεστώτων και
ολοκληρωτικών. Σε αντίθεση με όλες αυτές τις μορφές, η δημοκρατική
πολιτική στηρίζεται και απαιτεί κατανόηση της πραγματικότητας. Η
πολιτική δεν δημιουργείται στο κενό ή σε πλασματικούς κόσμους. Η
εξαπάτηση των πολιτών με απίθανες και ανεφάρμοστες υποσχέσεις με απώτερο
σκοπό την υποκλοπή της ψήφου τους οδηγεί συνήθως σε απολυταρχικές δομές
και λειτουργίες.
Από τις θρησκευτικές κοινότητες που δεν
διακατέχονται από τις παραπάνω αντιλήψεις είναι απαραίτητο να γίνουν
κατανοητά ορισμένα βασικά δεδομένα. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη που είναι
σαφώς πλουραλιστική, καμιά θρησκευτική κοινότητα δεν ταυτίζεται με την
κοινωνία, ούτε και όλες ως σύνολο δεν καλύπτουν την κοινωνία, επειδή
υπάρχουν εκτός από τα πιστά μέλη τους και πολλοί άλλοι που είναι
θρησκευτικά αδιάφοροι, άθεοι, ανήκοντες στις κοινότητες «τύποις» ή
διατηρούντες χαλαρές σχέσεις με αυτές. Αυτά σημαίνουν ότι εκτός από τον
πλουραλισμό των πολιτικών τοποθετήσεων, υπάρχει στη σύγχρονη κοινωνία
και θρησκευτικός πλουραλισμός. Έτσι δεν είναι δυνατό να θεωρεί κανείς
ότι μέσα από τις θρησκευτικές κοινότητες είναι δυνατό να επιλυθούν τα
προβλήματα της πολιτικής. Είναι πλέον απαραίτητο να γίνει κατανοητό ότι
πρέπει να συμβάλλουν στο να γίνουν τα μέλη τους συνειδητοί πολίτες που
θα ενδιαφέρονται για τα κοινά. Στην περίπτωση αυτή βασικές αντιλήψεις
τους πρέπει να τις μετατρέψουν σε πολιτικές αντιλήψεις και όχι να
επιζητούν να μετατρέψουν την πολιτική σε θρησκευτική υπόθεση. Ούτως ή
άλλως είναι ελεύθερες να δρουν στο δημόσιο χώρο. Βασική όμως προϋπόθεση
να γίνει κατανοητό ποιες υποθέσεις είναι καθαρά θρησκευτικές και
καλύπτονται από τη θρησκευτική ελευθερία, και όχι να προωθούνται
καθυστερημένες κοινωνικές αντιλήψεις που σημαίνουν υποβάθμιση τμημάτων
του πληθυσμού, όπως είναι οι γυναίκες, με το να θεωρούνται ορισμένες
κοινωνικές πρακτικές ως θρησκευτικές και έτσι με απατηλό τρόπο να
επιζητείται η κατοχύρωσή τους μέσω της θρησκευτικής ελευθερίας. Το
ζήτημα αυτό είναι πολύ σημαντικό. Για παράδειγμα θα αναφέρω τη μανδήλα.
Παρουσιάζεται ως σύμβολο θρησκευτικό, και διεκδικείται η ελεύθερη χρήση
της στο δημόσιο χώρο με βάση τη θρησκευτική ελευθερία. Είναι όμως
κοινωνικό σύμβολο καταπίεσης της γυναίκας, και θα πρέπει οι υποστηρικτές
της να παύσουν να επικαλούνται τη θρησκευτική ελευθερία. Επίσης, όσοι
άλλοι προσπαθούν να συνδυάσουν την υπόθεση αυτή με τον τρόπο
αντιμετώπισης καθαρών θρησκευτικών συμβόλων και πρακτικών θα πρέπει να
καταλάβουν ότι ενεργούν χωρίς σύνεση και με τρόπο που θα δημιουργήσει
πολύ περισσότερα προβλήματα στο μέλλον. Όπως είναι γνωστό, η ικανοποίηση
τέτοιων αξιώσεων που διατυπώνονται από μέρους μεταναστών θα διευκολύνει
την εκμετάλλευση της λαϊκής φοβίας από ακραίες πολιτικές κινήσεις,
χωρίς να αποφέρει ιδιαίτερα οφέλη στους θρησκευτικούς φορείς που θεωρούν
ότι θα κερδίσουν έδαφος στο δημόσιο χώρο. Είναι δεδομένο ότι είναι
ελεύθερες οι θρησκευτικές κοινότητες στο δημόσιο χώρο με βάση το
θεμελιώδες δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Δεν μπορούν όμως ούτε
το λόγο τους να επιβάλουν, ούτε να υποχρεώσουν τους πολίτες να γίνουν
μέλη τους. Και τα δύο αυτά δεδομένα στηρίζονται στην ελεύθερη επιλογή.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή απορίας. Ο
κοινωνικός κόσμος είναι ιδιαίτερα πολύπλοκος και οι απλοϊκές
προσεγγίσεις, που προέρχονται από διάφορες πλευρές, δεν αποφέρουν
τίποτε. Ταυτόχρονα δεν υπάρχουν μάγοι που γνωρίζουν τα πάντα και μπορούν
άμεσα να προτείνουν λύσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.
Εξάλλου, οι λαϊκιστές καραδοκούν για να εκμεταλλευτούν κάθε δυσκολία.
Πάντως η τακτική της ρητορικής άρνησης του κοινωνικού κόσμου που είχε
ακολουθηθεί κατά τη δεκαετία του ’70, του ’80 και εν μέρει του ’90 δεν
αποφέρει πλέον τίποτε. Η επίδειξη «κριτικής ρητορείας» είναι εύκολη
υπόθεση, αλλά μη δημιουργική. Κερδίζει τις εντυπώσεις, πλάθει ψευδείς
συνειδήσεις, δεν προσφέρει όμως τίποτε θετικό. Κάποιοι βέβαια συνεχίζουν
να κάνουν την ίδια δουλειά. Σε αυτό εκπαιδεύτηκαν και νομίζουν ότι τους
αποφέρει το ρόλο του κριτικού αναλυτή και του κριτικά τοποθετημένου
πολίτη. Αλλά δεν αποφέρει τίποτε στην κοινωνία. Σε σχέση με αυτήν είναι
απαραίτητος ο ρεαλισμός και οι προτάσεις που μπορούν να
πραγματοποιηθούν. Το να προτείνει κανείς ένα κόσμο που δεν μπορεί να
υπάρξει δεν αποφέρει τίποτε ουσιαστικό στην ίδια την κοινωνία. Απλώς
αποτελεί μια απάτη. Επίσης δεν αρκούν οι γενικόλογες τοποθετήσεις, ούτε η
απλή άντληση αντιλήψεων και διδασκαλιών από το παρελθόν. Ακόμη, δεν
μπορεί να περιορίζεται κανείς σε προσωπικό επίπεδο και να θεωρεί ότι
καλύπτεται με τον τρόπο αυτό η ευθύνη του για την κοινωνία. Αντίθετα
είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται συνολικά και να βλέπει την κοινωνική και
την πολιτική δομή και διάσταση, και όχι μόνο την προσωπική.
Μιλώντας για τον ευρωπαϊκό χώρο, γιατί
δεν είναι δυνατό σε μια σχετικά σύντομη εισήγηση να αναπτύξει κανείς
πολιτικές αντιλήψεις που να αφορούν και στο παγκόσμιο πεδίο, είναι
απαραίτητο να αλλάξουμε νοοτροπία. Η εποχή της πραγματικής ή πλαστής
ευμάρειας έχει περάσει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περιορίσουμε τις
απαιτήσεις και τις βλέψεις μας. Πάντοτε φυσικά έχουν νόημα οι από την
παράδοση γνωστές αξίες όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και η ειρήνη, η
αποδοχή του άλλου και ο σεβασμός προς αυτόν, το μέτρο και η μεσότητα.
Ταυτόχρονα όμως είναι απαραίτητο να θυμηθούμε την κοινωνική ευθύνη.
Καθώς φαίνεται οι νεώτερες γενιές μη έχοντας γνωρίσει δυσκολίες, όπως
συνέβη με τις παλιότερες, δυσκολεύονται στη νέα κατάσταση που έχει
διαμορφωθεί. Μέσα στο πλαίσιο των ρητορικών τοποθετήσεων τόσο από μέρους
των Εκκλησιών, όσο και στην Οικουμενική Κίνηση, καθώς επίσης και στο
χώρο των αριστερών κινήσεων, κυριάρχησαν στη μεταπολεμική περίοδο οι
μεγάλες ιδέες για τη διανομή των αγαθών και την ανακατανομή του πλούτου.
Απουσίασε όμως το ενδιαφέρον για μια ουσιαστική διάσταση. Δεν μπορεί να
κατανείμει κανείς όταν δεν προτείνει πώς θα παραχθεί πλούτος για να
κατανεμηθεί. Η πολύ σημαντική αυτή διάσταση της παραγωγής είναι
απαραίτητο πλέον να τύχει επεξεργασίας πέρα από τις κρατικές «λύσεις»,
που όπως αποδείχθηκε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στηρίζονταν σε δανεικά
και πραγματοποιούνταν στο πλαίσιο της διεύρυνσης του κράτους και του
ρόλου κρατικών φορέων. Η τακτική όμως αυτή είναι αντιπαραγωγική.
Επομένως θεμελιώδης διάσταση είναι ότι δεν μπορείς να κατανείμεις αν δεν
έχεις παραγωγή. Η κατανομή του όποιου υπαρκτού ή πλασματικού πλούτου
έχει ένα σύντομο τέλος με επικίνδυνα αποτελέσματα.
Σε αυτά μπορεί να προσθέσει κανείς
βασικές αξίες όπως η εντιμότητα στις συναλλαγές και τις σχέσεις, η
εργατικότητα, η ευγένεια και η ευπρέπεια. Ακόμη, δεν είναι δυνατό ο
πολιτικός «διάλογος» να καταλήγει σε κοινό υβρεολόγιο. Το χυδαίο
γλωσσικό ιδίωμα μαρτυρεί και χαμηλό νοητικό επίπεδο. Στα δικαιώματα
αντιστοιχούν υποχρεώσεις των πολιτών προς το κράτος, την κοινωνία και
τους άλλους. Από την άλλη στα δικαιώματα αντιστοιχεί η σύμμετρη
ικανοποίησή τους. Μαζί με αυτά ταιριάζει η υπευθυνότητα των πολιτών, η
λογική αντιμετώπιση και η υποστήριξη του μέτρου και της μεσότητας. Ο
λαός εκπαιδεύεται με την καθημερινή πρακτική σε αυτά. Όταν όμως
κυριαρχεί ο λαϊκισμός και η ασυδοσία, οι παχυλές και ψευδείς υποσχέσεις
από μέρους πολιτικών, είναι «φυσιολογικό» να εθίζονται και να
προσελκύονται αρκετοί από τους πολίτες. Γι’ αυτό και αναμένει κανείς
υπευθυνότητα και εντιμότητα καταρχήν από τους πολιτικούς. Το ίδιο
αναμένει και από τους θρησκευτικούς φορείς.
Τέλος, μια πολύ σημαντική διάσταση είναι η
μείωση του συγκεντρωτικού κράτους και της γραφειοκρατίας, ιδίως με τον
περιορισμό της πλασματικής διόγκωσης του κράτους, της πολυνομίας. Η
πρόοδος της τεχνολογίας, ιδίως της ηλεκτρονικής, προσφέρει νέες
δυνατότητες, και ιδίως την πραγματοποίηση πολλών ενεργειών και δράσεων
με λιγότερες προσπάθειες και την απασχόληση λιγότερων ανθρώπων. Αυτό
σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να στραφούμε σε άλλες δράσεις παραγωγικές
και όχι στην ανάπτυξη δημόσιων υπηρεσιών. Η διάσταση αυτή οδηγεί και σε
αλλαγές στη δομή και τους στόχους της εκπαίδευσης, ιδίως της ανώτατης.
Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014
Μια βυζαντινή βασιλική στον βυθό της λίμνης
Μια βυζαντινή βασιλική στον βυθό της λίμνης
Τα
ερείπια μιας βυζαντινής βασιλικής έχουν ανακαλυφθεί 20 μέτρα περίπου από την
ακτή στην λίμνη της Νίκαιας (σήμερα: İznik) στην Προύσα της Τουρκίας.
«Έχουμε
βρει τα κτιριακά κατάλοιπα μιας εκκλησίας. Είναι ένα σχέδιο τρίκλιτης βασιλικής»,
δήλωσε ο Mustafa
Şahin, καθηγητής
αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Uludağ
στην Προύσα.
Τα
θεμέλια της εκκλησίας βρίσκονται σήμερα στο νερό σε βάθος περίπου 1,5 – 2
μέτρων.
«Τα
ερείπια αυτής της βυζαντινής βασιλικής είναι περίπου όμοια με αυτά της Αγίας Σοφίας
στην Νίκαια. Αυτός είναι ο λόγος που υπολογίζεται ότι χτίστηκε τον 5ο
αιώνα μ.Χ.», δήλωσε ο Şahin.
Σύμφωνα
με τον ίδιο, η εκκλησία ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια εναέριας φωτογράφησης της
πόλης στα πλαίσια απογραφής των ιστορικών και πολιτιστικών αντικειμένων της
περιοχής.
Μετά
την ανακάλυψη, το πανεπιστήμιο ενημέρωσε την Διεύθυνση Μουσείων Νίκαιας και το τουρκικό
υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, ζητώντας να προστατευθεί ο αρχαιολογικός
χώρος, δήλωσε ο Şahin.
Υπάρχουν πολλοί ακατέργαστοι λίθοι στην περιοχή, είπε: «Αυτό δείχνει ότι η εκκλησία κατέρρευσε. Η Νίκαια έχει περάσει πολλούς σεισμούς που κατέστρεψαν τέτοια κτίρια. Η πιο γνωστή είναι αυτή που συνέβη το 740 μ.Χ. Οι πρώτες μας παρατηρήσεις δείχνουν ότι η εκκλησία κατέρρευσε σε αυτό το σεισμό και ότι η παράκτια πλευρά βυθίστηκε. Η εκκλησία στη συνέχεια δεν ξαναχτίστηκε ποτέ».
Υπάρχουν πολλοί ακατέργαστοι λίθοι στην περιοχή, είπε: «Αυτό δείχνει ότι η εκκλησία κατέρρευσε. Η Νίκαια έχει περάσει πολλούς σεισμούς που κατέστρεψαν τέτοια κτίρια. Η πιο γνωστή είναι αυτή που συνέβη το 740 μ.Χ. Οι πρώτες μας παρατηρήσεις δείχνουν ότι η εκκλησία κατέρρευσε σε αυτό το σεισμό και ότι η παράκτια πλευρά βυθίστηκε. Η εκκλησία στη συνέχεια δεν ξαναχτίστηκε ποτέ».
Πηγή: Hurriyet Daily News
Κανονικά και Απόκρυφα βιβλία της Αγίας Γραφής
Κανονικά και Απόκρυφα βιβλία της Αγίας Γραφής
27 Ιανουαρίου 2014
«Κανονικά», ονομάζονται
τα βιβλία εκείνα της Αγίας Γραφής τα οποία έχουν συμπεριληφθεί στον
Κανόνα της Αγίας Γραφής, έτσι όπως τα έχει καθορίσει η Εκκλησία. Τα
Κανονικά βιβλία ονομάζονται και «γνήσια», «ενδιάθετα» ή «ενδιάθηκα».
«Απόκρυφα», ονομάζονται τα βιβλία
εκείνα τα οποία δεν εμπεριέχονται στον Κανόνα της Αγίας Γραφής και έχουν
χαρακτηριστεί ως μη γνήσια και λαμβάνουν τις ονομασίες «νόθα» ή
«ψευδεπίγραφα».
Ο χρόνος συγγραφής των Απόκρυφων
βιβλίων τοποθετείται μεταξύ των αιώνων β΄ π.Χ. και ε΄ μ.Χ., καθώς οι
Ιουδαίοι ή Χριστιανοί συγγραφείς τους προσπαθούσαν να δώσουν κύρος σε
αυτά που έγραφαν χρησιμοποιώντας την εγκυρότητα των συγγραφέων της Αγίας
Γραφής. Τα περισσότερα από τα Απόκρυφα βιβλία μάλιστα είναι γραμμένα
από ανθρώπους που εντάσσονταν σε αιρετικούς κύκλους.
Αντιθέτως με τα Απόκρυφα, τα
Κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής είναι Θεόπνευστα και το περιεχόμενό
τους δεν αμφισβητείται. Σε αυτά δεν υπάρχει καμία ανακρίβεια ούτε λάθος,
αφού οι συγγραφείς τους τα έχουν γράψει υπό τη Θεία έμπνευση με τη
φώτιση και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, δρώντας ως όργανα του
ίδιου του Θεού, που μέσω αυτών μετέδιδε το μήνυμά Του στους ανθρώπους.
Όσον αφορά στο κριτήριο αποδοχής ή
όχι των βιβλίων ώστε να χαρακτηριστούν Κανονικά, πρέπει να τονίσουμε πως
αυτό ήταν η εγγυημένη παραλαβή ενός βιβλίου, δηλαδή η ιστορική
πληροφορία που παρείχε και δεν ακολουθήθηκε κάποια κριτική διαδικασία.
Τα Κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής
παρατίθενται σε έναν κατάλογο από τον Μέγα Αθανάσιο, που αποτελεί και
τον εκκλησιαστικό Κανόνα της Αγίας Γραφής.
Τα Κανονικά βιβλία λοιπόν είναι τα εξής: α) Παλαιά Διαθήκη (49 βιβλία): Ιστορικά
βιβλία: Γένεσις, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο, Ιησούς του
Ναυή, Κριτές, Ρούθ, Α΄-Β΄-Γ΄-Δ΄ Βασιλειών, Α΄-Β΄ Παραλειπομένων, Α΄
Έσδρας, Έσδρας, Νεεμίας, Εσθήρ, Ιουδίθ, Τωβίτ, Α΄-Β΄-Γ΄ Μακκαβαίων.
Ποιητικά- Διδακτικά βιβλία: Ψαλμοί, Ιώβ, Παροιμίες, Εκκλησιαστής, Άσμα
Ασμάτων, Σοφία Σολομώντος, Σοφία Σειράχ. Προφητικά βιβλία: Ωσηέ, Αμμώς,
Μιχαίας, Ιωήλ, Οβδιού, Ιωνάς, Ναούμ, Αββακούμ, Σοφονίας, Αγγαίος,
Ζαχαρίας, Μαλαχίας, Ησαΐας, Ιερεμίας, Βαρούχ, Θρήνοι, Επιστολή Ιερεμίου,
Ιεζεκιήλ, Δανιήλ. β) Καινή Διαθήκη (27 βιβλία): Ευαγγέλια: Κατά
Ματθαίον, Κατά Μάρκον, Κατά Λουκάν, Κατά Ιωάννην. Επιστολές του Απ.
Παύλου: Προς Ρωμαίους, Προς Κορινθίους Α΄-Β΄, Προς Γαλάτας, Προς
Εφεσίους, Προς Φιλιππησίους, Προς Κολοσσαείς, Προς Θεσσαλινικείς Α΄-Β΄.
Ποιμαντικές Επιστολές: Α΄-Β΄ Προς Τιμόθεον, Προς Τίτον, Προς Φιλήμονα,
Προς Εβραίους. Καθολικές Επιστολές: Ιακώβου, Α΄-Β΄ Πέτρου, Α΄Β΄-Γ΄
Ιωάννου, Ιούδα. Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Ορισμένα από τα Απόκρυφα βιβλία είναι τα εξής: α) Παλαιά Διαθήκη: η
Διαθήκη των Δώδεκα Πατριαρχών, το Βιβλίο των Ιωβηλαίων, η Ανάληψη του
Μωυσή, Ψαλμοί του Σολομώντα, η Διαθήκη του Ιώβ, το Μαρτύριο του Ησαΐα
και πολλά άλλα. β) Καινή Διαθήκη: το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, το Κήρυγμα Πέτρου, η Αποκάλυψη Πέτρου και πολλά άλλα.
Τέλος, υπάρχει και μία κατηγορία
βιβλίων τα οποία δεν εντάσσονται στον Κανόνα της αγίας Γραφής, αλλά δεν
θεωρούνται και Απόκρυφα. Αυτά είναι κάποια βιβλία που, παρά το γεγονός
πως δεν είναι Θεόπνευστα, έχουν το κύρος Αποστολικών Πατέρων και γι’
αυτό το λόγο κρίνονται κατάλληλα προς ανάγνωση. Κάποια από αυτά είναι: Η Διδαχή των Αποστόλων, οι Επιστολές του Κλήμεντος Ρώμης, οι Επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας και άλλα.
«Η Πόλη των χιλίων και μία εκκλησιών»
«Η Πόλη των χιλίων και μία εκκλησιών»
Στα
ανατολικά σύνορα της Τουρκίας, κατά μήκος του ποταμού Akhurian που την χωρίζει από την Αρμενία, βρίσκεται η
πάλαι ποτέ μεγάλη μητρόπολη του Ανί, που είναι γνωστή και ως «η Πόλη των χιλίων
και μία εκκλησιών».
Το Ανί είναι χτισμένο σε μια τριγωνική γεωγραφική περιοχή
με φυσική οχύρωση ανατολικώς από το φαράγγι του ποταμού Akhurian και δυτικώς από την κοιλάδα
Μποστανιάρ/Τζαγκοτζαντβόρ. Ο ποταμός Akhurian, ο οποίος είναι παρακλάδι του ποταμού
Αράξ, οριοθετεί τα σημερινά σύνορα μεταξύ της Τουρκίας και της Αρμενίας.
Ιδρύθηκε
πριν από 1.600 χρόνια περίπου, η πόλη αποτελούσε το σταυροδρόμι πολλών εμπορικών
οδών και εξελίχθηκε σε μια οχυρωμένη
πόλη με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων από τον 11ο αιώνα. Οι
Αρμένιοι χρονογράφοι Yeghishe και Ghazar Parpetsi αναφέρουν για πρώτη φορά το
Ανί τον 5o
μ.Χ. αιώνα. Περιέγραψαν το
Ανί ως ένα ισχυρό φρούριο χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου το οποίο είχε η
Αρμένικη δυναστεία των Καμσαρακάνων (Kamsarakan). Η πόλη είχε πάρει το όνομα
του φρουρίου και ήταν παγανιστικό κέντρο του Ανί-Καμάκχ, το οποίο βρισκόταν
στην περιοχή του Daranaghi στην βόρεια Αρμενία. Το Ανί ήταν παλαιότερα γνωστό
ως Κχνάμκ (Խնամք) αν και οι
ιστορικοί δεν είναι βέβαιοι γιατί είχε την ονομασία αυτή. Ο Γερμανός φιλόλογος
και γλωσσολόγος Γιόχαν Χέϊνριχ Χούμπσχαμαν, ο οποίος μελετούσε την Αρμένικη
γλώσσα, υποστήριξε ότι η λέξη ίσως προέρχεται από την Αρμένικη λέξη
"κχναμέλ" (խնամել),
ένα απαρέμφατο το οποίο σημαίνει «να φροντίζω».
![]() |
Τα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Γρηγορίου Tigran Honents στην άκρη των συνόρων με την Αρμενία, στο Ανί, το οποίο σήμερα είναι ακατοίκητο. |
![]() |
Κατεστραμμένες αγιογραφίες της εκκλησίας του Αγίου Γρηγορίου Tigran Honents, στις 19 Φεβρουαρίου 2010. |
![]() |
Λεπτομέρεια από τις κατεστραμμένες αγιογραφίες της εκκλησίας. |
Στους
αιώνες που ακολούθησαν, το Ανί και η γύρω περιοχή κατακτήθηκε εκατοντάδες φορές
– από βυζαντινούς αυτοκράτορες , Οθωμανούς Τούρκους, Αρμένιους, Κούρδους νομάδες,
Γεωργιανούς ενώ οι Ρώσοι διεκδικούν την περιοχή και κατ 'επανάληψη επιτίθενται και κυνηγούν τους κατοίκους. Το 1300 ξεκινά η
παρακμή για το Ανί και εγκαταλείφθηκε πλήρως από το 1700.
Το
πρώτο μισό του 19ου αιώνα, Ευρωπαίοι ταξιδιώτες ανακάλυψαν το Ανί και έγινε
γνωστό στη δύση, δημοσιεύοντας περιγραφές σε επιστημονικά και ταξιδιωτικά
περιοδικά. Το 1878 η περιοχή του Καρς, συμπεριλαμβανομένου και του Ανί, ενώθηκε
με τα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το 1892 οι πρώτες αρχαιολογικές
ανασκαφές έγινα στο Ανί, χρηματοδοτούμενες από την Ακαδημία των Επιστημών της
Αγίας Πετρούπολης και καθοδηγούμενες από τον Ρώσο αρχαιολόγο Νικολάϊ Μαρ
(1864-1934). Οι ανασκαφές του Μαρ στο Ανί ξανάρχισαν το 1904 και συνέχισαν κάθε
χρόνο μέχρι το 1917. Σε μεγάλο μέρος της πόλης έγιναν ανασκαφές, μεγάλος
αριθμός κτηρίων βγήκε στην επιφάνεια και έγιναν μετρήσεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν
σε μελέτες και δημοσιεύσεις σε ακαδημαϊκά περιοδικά, οδηγοί για τα μνημεία
γράφτηκαν. Έγιναν επιδιορθώσεις σε κτήρια τα οποία είχαν μεγάλο κίνδυνο να
κατολισθήσουν. Ένα μουσείο δημιουργήθηκε για να στεγάσει τα δεκάδες χιλιάδες
ευρήματα των ανασκαφών. Το μουσείο στεγάστηκε σε δύο κτήρια, στο Τέμενος
Μινουτσίχρ (Minuchihr) και σε ένα ειδικά κτισμένο πέτρινο κτήριο για το σκοπό
αυτό.
![]() |
Ο Καθεδρικός Ναός του Ανί. |
![]() |
Το Κάστρο της Παναγίας, στην κορυφή του βράχου κατά μήκος του ποταμού Akhurian στις 4 Ιουνίου 2013. |
Η
πόλη εγκαταλείπεται και πάλι με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα μετέπειτα
γεγονότα της Αρμενικής Γενοκτονίας αφήνουν την περιοχή κενή και πλήρως
στρατιωτικοποιημένη, χωρίς να μπορεί να διεκδικηθεί από κανέναν.
![]() |
Στρατιωτική προειδοποιητική πινακίδα με την Ακρόπολη πίσω, στο Ανί, στις 8 Ιουνίου 2011. |
![]() |
Άποψη του Ανί από την πλευρά της Αρμενίας. |
![]() |
Τα μεσαιωνικά τείχη του Ανί, στις 30 Ιουλίου 2008. |
![]() |
Τα ερείπια της αρχαίας γέφυρας στις 19 Ιουνίου 2011. Η Αρμενία βρίσκεται στα δεξιά, η Τουρκία στα αριστερά της φωτογραφίας. |
![]() |
Ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Σωτήρος, στις19 Φεβρουαρίου 2010. |
![]() |
Δείχνοντας το μέγεθος του Καθεδρικού Ναού του Ανί στις 24 Ιουνίου 2012. |
![]() |
Τα πενιχρά ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Γρηγορίου, χτισμένη από τον βασιλιά Gagik, χτισμένη μεταξύ 1001 και 1005, φωτογραφήθηκε στις 24 Ιουνίου 2012. |
![]() |
Η απρόσεκτη αποκατάσταση του Παλατιού όπου χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονα υλικά μαζί με αρχαία ερείπια. |
Πηγή: The Atlantic, Wikipedia
Αναδημοσίευση: Ἔρρωσo
Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014
Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014
Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014
Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014
Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014
Μαθητές και εκκλησιασμός
Μαθητές και εκκλησιασμός - ερωτηματολόγιο
Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Θεολόγος καθηγητής
Αποτελέσματα ερωτηματολογίου
σχετικά με τον Εκκλησιασμό
2013 – 2014: Λύκειο Γαζίου (Α΄ Λυκείου)
Σύνολο μαθητών: 126
1. Όταν παρευρίσκεστε στη Θεία
Λειτουργία καταλαβαίνετε τα λόγια;
α.
ποτέ 22 – 17,5%
β.
σπάνια 39 – 30,9%
γ.
μερικές φορές 46 – 36,5%
δ.
συχνά 16 – 12,7%
ε.
πάντα 3 – 2,4%
2. Για ποιους βασικούς λόγους
θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό;
Οι μαθητές ως εμπόδια για την κατανόηση της
Θείας Λειτουργίας επεσήμαναν:



3. Τα μεγαλύτερα μέλη της
οικογένειάς σας είναι πιο συνεπείς στο ζήτημα του Εκκλησιασμού από εσάς;
α.
κανένας 14 – 11,1%
β.
ελάχιστοι 31 – 24,6%
γ.
οι μισοί 43 – 34,1%
δ.
οι περισσότεροι 29 – 23,0%
ε.
όλοι 9 – 7,1%
4. Σας έχει εξηγήσει ποτέ
κανείς το νόημα και τη σημασία της Θείας Λειτουργίας; (εκτός από το μάθημα των Θρησκευτικών στο σχολείο)
α. Ναι, λίγα πράγματα 45
– 35,7%
β. Όχι 81 – 64,3%
5. Τι σας αρέσει όταν μπαίνετε
σε μία άδεια από κόσμο Εκκλησία; (Δεν
γίνεται εκείνη τη στιγμή κάποια εκκλησιαστική ακολουθία)
Οι μαθητές επεσήμαναν ότι αυτό που τους αρέσει
όταν βρίσκονται σε ναούς μόνοι τους είναι





6. Αριθμήστε, κατά σειρά
σπουδαιότητας, τα πιο κάτω προβλήματα (για όσους ισχύει κάτι από τα παρακάτω):
Κατά
τον Εκκλησιασμό:
νιώθετε
|
πλήξη
|
2ο
|
σας ενοχλεί
|
το λιβάνι
|
3ο
|
εκνευρισμό
|
4ο
|
τα
σχόλια των άλλων
|
1ο
|
||
νύστα
|
1ο
|
η ψαλμωδία
|
4ο
|
||
εγκλωβισμό
|
3ο
|
η συμπεριφορά των ιερέων
|
2ο
|
Σημείωση: Με συντριπτική πλειοψηφία
(ποσοστό άνω του 90%) οι μαθητές αναγνώρισαν ως πρώτο πρόβλημα το σχολιασμό που υφίστανται όταν πηγαίνουν στο
ναό, κυρίως λόγω ενδυμασίας και εμφάνισης. Τους σχολιάζουν οι μεγαλύτεροι,
κυρίως οι γυναίκες, και κάποιες φορές οι ιερείς.
7. Πού οφείλεται η απομάκρυνση
των νέων ανθρώπων από την Εκκλησία, κατά τη γνώμη σας;
Ως βασικά προβλήματα αναγνώρισαν




Αναρτήθηκε από Παναγιώτης Ασημακόπουλος
Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014
Η φθορά του Δασκάλου
Η φθορά του Δασκάλου

Αν λοιπόν ο άνθρωπος αυτός παλεύει καθημερινά για αυτούς τους στόχους, τότε είναι φυσιολογική η σωματική και ψυχική φθορά του.
Ας το δει λοιπόν η Επίσημη Πολιτεία και ας πράξει αναλόγως. Δεν ξεχνούμε ότι:
«Η καλύτερη οικονομική επένδυση ενός κράτους είναι η ΠΑΙΔΕΙΑ !!!».
του Ι. Καραντζή, επίκουρου καθηγητή Πανεπιστημίου Πατρών
Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014
Η τεχνική κατασκευής των βυζαντινών ψηφιδωτών.
Η τεχνική κατασκευής των βυζαντινών ψηφιδωτών |
Στους
βυζαντινούς ναούς τα ψηφιδωτά καταλάμβαναν τα ανώτερα τμήματα των
τοίχων καθώς και την οροφή, δηλαδή τους θόλους και τον τρούλο, ενώ οι
χαμηλότερες επιφάνειες των τοίχων καλύπτονταν από μαρμάρινες πλάκες
(ορθομαρμάρωση). Οι ψηφιδωτές παραστάσεις αποτελούν το αποτέλεσμα
μακροχρόνιας και επίπονης εργασίας. Οι τεχνίτες έπρεπε να είναι
οπλισμένοι με μεγάλη υπομονή, ώστε να αντεπεξέλθουν στο χρονοβόρο έργο
της κατασκευής και ακολούθως της τοποθέτησης τεράστιων αριθμών
μικρότατων ψηφίδων. Αυτές κατασκευάζονταν, για την ακρίβεια κόβονταν,
από ποικίλα υλικά, συχνά ακριβά και σπάνια μάρμαρο και διάφορες άλλες
πέτρες με έντονους χρωματισμούς, κεραμίδι και χρωματιστή υαλόμαζα. To
γεγονός ότι τα βυζαντινά ψηφιδωτά ήταν μακριά από τα δάπεδα και έτσι δεν
κινδύνευαν να φθαρούν από τα πόδια των πιστών, επέτρεψε την εκτεταμένη
χρήση γυάλινων ψηφίδων, πράγμα που προσέδιδε αξιοθαύμαστο χρωματικό
πλούτο και στιλπνότητα στη διακόσμηση. Βέβαια, όπως διαπιστώσαμε
εξετάζοντας την εξαιρετική διακόσμηση του καθολικού της μονής Δαφνίου, η
κατεξοχήν αιτία για τη μοναδική λαμπρότητα των βυζαντινών ψηφιδωτών
είναι η χρήση χρυσών και αργυρών ψηφίδων. Αυτές οι ψηφίδες
χρησιμοποιούνταν για να ποικίλουν πολυτελή ή ιδιαίτερα φωτισμένα
ενδύματα, έπιπλα και κτήρια (χρυσοκοντηλιά), αλλά κυρίως για να γεμίσουν
το βάθος διαφόρων παραστάσεων. To χρυσό βάθος προσδίδει
υπερβατικό-εξωπραγματικό χαρακτήρα στις συνθέσεις και κάνει τις
πρωταγωνιστικές μορφές να μοιάζουν άυλες. Οι χρυσές και οι αργυρές
ψηφίδες κατασκευάζονταν ως εξής: πάνω σε στρώμα ειδικά επεξεργασμένου
γυαλιού άπλωναν κόλλα και ακολούθως λεπτότατο φύλλο χρυσού ή ασημιού.
Αυτό με τη σειρά του το κάλυπταν με λεπτό προστατευτικό στρώμα γυαλιού
(εφυάλωση). Μετά την κατασκευή και την προσεκτική επιλογή των ψηφίδων,
ακολουθούσε η προετοιμασία του τοίχου που θα φιλοξενούσε το ψηφιδωτό.
Αρχικά γινόταν στεγανοποίηση με χρήση πίσσας ή ρητίνης, ώστε η πολυτελής
παράσταση να προστατευτεί από την υγρασία που θα τραβούσε ο τοίχος.
Προκειμένου να συνδεθεί στέρεα το υπόστρωμα των ψηφιδωτών με τον τοίχο,
ιδίως σε περιπτώσεις θόλων, κάρφωναν ανά διαστήματα καρφιά με πλατύ
κεφάλι, που εξείχαν από τον τοίχο και χώνονταν στο πρώτο στρώμα σοβά του
υποστρώματος.

Ο άγιος Βάκχος από το καθολικό της μονής Δαφνίου.

Η παράσταση της Προδοσίας του Ιούδα στον εσωνάρθηκα του καθολικού της μονής.

Η μορφή του απόστολου Πέτρου από την παράσταση της Μεταμόρφωσης στο βορειοδυτικό ημιχώνιο του καθολικού της μονής.
Συνολικά
περνούσαν την επιφάνεια του τοίχου με τρία επάλληλα στρώματα σοβά. To
πρώτο ήταν αρκετά χονδρό, καθώς περιείχε ασβέστη, άμμο, θηραϊκή γη και
τριμμένο κεραμίδι. To μείγμα αυτό, γνωστό ως υδραυλικό κονίαμα ή
κουρασάνι, ήταν εξαιρετικής σκληρότητας και ιδιαίτερα ανθεκτικό στην
υγρασία. Ακολουθούσε στρώμα λεπτότερου και καθαρότερου κονιάματος, όπου
και γινόταν το προσχέδιο της παράστασης του ψηφιδωτού. Ενίοτε το
προσχέδιο σε πολύ γενικές γραμμές γινόταν κατευθείαν στον γυμνό,
ασοβάτιστο τοίχο, προκειμένου η διακόσμηση να οργανωθεί αποτελεσματικά
σε σχέση με το επιθυμητό εικονογραφικό πρόγραμμα και την αρχιτεκτονική
διάταξη των χώρων.
Μετά το δεύτερο στρώμα επιχρίσματος απλωνόταν ένα ακόμα λεπτότερο κονίαμα, πάνω στο οποίο οι υπομονετικοί τεχνίτες έμπηγαν τις ψηφίδες. To τμήμα αυτό της εργασίας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς οι απειράριθμες ψηφίδες έπρεπε να τοποθετηθούν στον επιχρισμένο τοίχο με ανόμοια κλίση, ώστε να έχουν διαφορετική συμπεριφορά στο φως, πολλαπλασιάζοντας τη λάμψη της πολύχρωμης επιφάνειας. Ο λεπτότατος σοβάς απλωνόταν τμηματικά, σε επιφάνειες τόσο περιορισμένες, ώστε να επιτρέπουν στους ψηφοθέτες να προλαβαίνουν να δουλεύουν όσο το επίχρισμα ήταν αρκετά νωπό και οι ψηφίδες κολλούσαν καλά. Έτσι, κάθε μέρα εργασίας (μεροκάματο) ξεκινούσε με την επίστρωση του λεπτότερου σοβά στην επιφάνεια που υπολόγιζαν πως θα ολοκληρωνόταν μέχρι το τέλος της ημέρας. Στα σημεία όπου απαιτούνταν εξαιρετική προσήλωση και λεπτομέρεια, όπως τα κεφάλια των μορφών, χρησιμοποιούνταν η μέθοδος της έμμεσης ψηφοθέτησης: τα σχέδια δουλεύονταν σε οθόνια από λινό πανί που τοποθετούνταν στην κατάλληλη θέση του τοίχου.
Σε αντίθεση με τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά ψηφιδωτά, που λειαίνονταν εκτενώς μετά την τοποθέτηση της τελευταίας ψηφίδας, η επιφάνεια των βυζαντινών ψηφιδωτών παρέμενε εντελώς ακατέργαστη. Έτσι, η αντανακλαστικότητα των σε διαφορετικές κλίσεις τοποθετημένων ψηφίδων αυξανόταν ακόμα περισσότερο, προσδίδοντας επιπλέον φωτεινότητα στο τελικό αποτέλεσμα.
Πηγή

Ο άγιος Βάκχος από το καθολικό της μονής Δαφνίου.

Η παράσταση της Προδοσίας του Ιούδα στον εσωνάρθηκα του καθολικού της μονής.

Η μορφή του απόστολου Πέτρου από την παράσταση της Μεταμόρφωσης στο βορειοδυτικό ημιχώνιο του καθολικού της μονής.
Μετά το δεύτερο στρώμα επιχρίσματος απλωνόταν ένα ακόμα λεπτότερο κονίαμα, πάνω στο οποίο οι υπομονετικοί τεχνίτες έμπηγαν τις ψηφίδες. To τμήμα αυτό της εργασίας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς οι απειράριθμες ψηφίδες έπρεπε να τοποθετηθούν στον επιχρισμένο τοίχο με ανόμοια κλίση, ώστε να έχουν διαφορετική συμπεριφορά στο φως, πολλαπλασιάζοντας τη λάμψη της πολύχρωμης επιφάνειας. Ο λεπτότατος σοβάς απλωνόταν τμηματικά, σε επιφάνειες τόσο περιορισμένες, ώστε να επιτρέπουν στους ψηφοθέτες να προλαβαίνουν να δουλεύουν όσο το επίχρισμα ήταν αρκετά νωπό και οι ψηφίδες κολλούσαν καλά. Έτσι, κάθε μέρα εργασίας (μεροκάματο) ξεκινούσε με την επίστρωση του λεπτότερου σοβά στην επιφάνεια που υπολόγιζαν πως θα ολοκληρωνόταν μέχρι το τέλος της ημέρας. Στα σημεία όπου απαιτούνταν εξαιρετική προσήλωση και λεπτομέρεια, όπως τα κεφάλια των μορφών, χρησιμοποιούνταν η μέθοδος της έμμεσης ψηφοθέτησης: τα σχέδια δουλεύονταν σε οθόνια από λινό πανί που τοποθετούνταν στην κατάλληλη θέση του τοίχου.
Σε αντίθεση με τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά ψηφιδωτά, που λειαίνονταν εκτενώς μετά την τοποθέτηση της τελευταίας ψηφίδας, η επιφάνεια των βυζαντινών ψηφιδωτών παρέμενε εντελώς ακατέργαστη. Έτσι, η αντανακλαστικότητα των σε διαφορετικές κλίσεις τοποθετημένων ψηφίδων αυξανόταν ακόμα περισσότερο, προσδίδοντας επιπλέον φωτεινότητα στο τελικό αποτέλεσμα.
Πηγή

Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)