Η
πόλη της Θεσσαλονίκης γνώρισε τη μεγαλύτερη της ακμή στα χρόνια της
ύστερης αρχαιότητας, μέσα σε ένα κλίμα γενικότερων κοινωνικών αλλαγών,
πολιτικών ανακατατάξεων και νέων θρησκευτικών ιδεών. Ως την τρίτη
δεκαετία του 4ου μ,Χ. αιώνα που πήρε το προβάδισμα η Κωνσταντινούπολη,
αποτελούσε τη μεγαλύτερη πόλη των Βαλκανίων.
Στο μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, το πεδινό, ανάμεσα στην παραθαλάσσια
ζώνη και την οδό Κασσάνδρου, είχε εφαρμοστεί ένα πολεοδομικό σύστημα με
κάθετα τεμνόμενους δρόμους, το οποίο επέζησε ως τις πρώτες δεκαετίες του
αιώνα μας, τουλάχιστον ως προς τη βασική του χάραξη. Μέσα σ’ αυτόν τον
ιστορικό ιστό οργανώθηκαν εκτεταμένα αρχιτεκτονικά σύνολα όπως η Αρχαία
Αγορά στο κέντρο της πόλης, δυτικότερα ο χώρος των Ιερών και στο
νοτιοανατολικό άκρο του οικισμού ένα μεγάλο κτίριο θεμάτων που
αποκαλύφθηκε πρόσφατα και το οποίο ταυτίστηκε με το γνωστό από τις
βυζαντινές πηγές ως «θέατρο – στάδιο».
Ξακουστά έργα
Από
τα τέλη του 3ου ως τα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. τέσσερις προικισμένοι
ηγέτες, ο Γαλέριος Μαξιμιανός, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Θεοδόσιος Α΄ και ο
Θεοδόσιος Β΄, συνέδεσαν τα ονόματά τους με έργα ξακουστά, όπως το
συγκρότημα των Ανακτόρων, στο ανατολικό τμήμα της πόλης, με τον
Ιππόδρομο και τον ιερό χώρο της Ροτόντας σε άμεση σχέση με την Αψίδα του
Γαλερίου (Καμάρα), ένα μεγάλο λιμάνι στο δυτικό άκρο της πόλης καθώς
και με την ισχυροποίηση των τειχών στα ευαίσθητα πεδινά του οικισμού.
Καθώς η νέα θρησκεία είχε εδραιωθεί, με τη δυναμική παρέμβαση των δύο
τελευταίων αυτοκρατόρων .παγανιστικοί χώροι, όπως η Ροτόντα και το
Οκτάγωνο του Ανακτόρου, διασκευάστηκαν σε χώρους λατρείας των
Χριστιανών, ενώ άλλοι καταστράφηκαν ολοσχερώς, όπως το θέατρο – στάδιο,
προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα υλικά σε νέα οικοδομικά έργα, κυρίως
στα δυτικά τείχη της πόλης.
Στο ακατοίκητο τμήμα της Πάνω Πόλης κτίζεται μικρός σχετικά ναός, το
καθολικό της Μονής Λατόμου (Όσιος Δαυΐδ) σε έναν τύπο σταυρικού κτιρίου
με προωθημένα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπου ορισμένοι ερευνητές αναζητούν
την αφετηρία του τρουλαίου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού όπως
εξελίχτηκε ως τις αρχές του 10ου αι.
Ωστόσο, από τα μέσα του 5ου αι. ως τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αι. μ.Χ.
επικράτησε ο τύπος της ξυλόστεγης βασιλικής. Αντιπροσωπευτικά δείγματα
στη Θεσσαλονίκη, αποτελούν η τρίκλιτη βασιλική της Αχειροποιήτου, που
κτίστηκε στο δεύτερο μισό του 5ου αι. μ.Χ. και η πεντάκλιτη με εγκάρσιο
κλίτος του Αγίου Δημητρίου, ιδρυμένη στη θέση μεγάλου ρωμαϊκού λουτρού
με αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις, η αρχαιότερη των οποίων ανάγεται,
κατά την παράδοση, στον 4ο αι. μ.Χ. και κατά τους ειδικούς στον 5ο αι.
μ.Χ. Παρ’ όλα αυτά, το παλαιοχριστιανικό σύνολο που διασώθηκε ως τις
μέρες μας έχει τη σφραγίδα της μεταϊουστινιάνιας αρχιτεκτονικής, έτσι
όπως προέκυψε με τις διασκευές που έγιναν στο μνημείο την τρίτη δεκαετία
του 7ου αι. μ.Χ., έπειτα από αλλεπάλληλους καταστροφικούς σεισμούς.
Αγία Σοφία
Τα
δύο παραπάνω μνημεία δεν είναι μοναδικά, ως προς το είδος τους. στο χώρο
της Θεσσαλονίκης. Στη θέση όπου ιδρύθηκε ο ναός της Αγίας Σοφίας
προϋπήρξε πεντάκλιτη βασιλική, εξαιρετικά μεγάλων διαστάσεων, σε άμεση
γειτνίαση με δημόσιο καθηγιασμένο λουτρό, καταλαμβάνοντας τμήμα του
θεάτρου-σταδίου. Παλαιοχριστιανικός ναός στον τύπο της βασιλικής κατά
την επικρατούσα άποψη, υπήρξε, επίσης, κοντά στο λιμάνι, εκεί όπου
βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Μηνά. Μικρότερης κλίμακας βασιλικές
αποκαλύφθηκαν, επίσης, έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης. Ένας
κοιμητηριακός ναός κάτω από την οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου και άλλη μία, πολύ
ανατολικότερα στην περιοχή της Τούμπας.
Η
Θεσσαλονίκη χαρακτηρίστηκε εύστοχα ως η πόλη των βυζαντινών μνημείων, ως
μουσείο της βυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Μέσα στη
χιλιόχρονη ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας έδωσε αντιπροσωπευτικά
δείγματα καλλιτεχνικής ευφορίας αφομοιώνοντας άμεσα τα πολιτιστικά
μηνύματα της πρωτεύουσας με την οποία συμβάδιζε σε μια διαλεκτική σχέση.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα πρωτευουσιάνικης αρχιτεκτονικής αποτελεί ο
τρουλαίος ναός με περίστωο της Αγίας Σοφίας, έργο που εκφράζει τις νέες
τάσεις όπως αναπτύχθηκαν με το τέλος της παλαιοχριστιανικής εποχής.
Χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα ελάχιστα μνημεία της εικονομαχικής περιόδου
εξαιτίας του ανεικονικού διακόσμου των ψηφιδωτών σε τμήματα του ιερού,
αλλά και του τρούλου. Τελευταία προτάθηκε πρωιμότερη χρονολόγηση
αναφορικά με την εποχή ίδρυσης του μνημείου, πριν από τα τέλη του 7ου
αι. Διευκρινίστηκε ακόμη μια ακολουθία μεταγενέστερων οικοδομικών φάσεων
που επέφεραν την πλήρη αλλοίωση της εξωτερικής του μορφής έτσι ώστε να
φαίνεται εξαιρετικά ογκώδης.
Ως
μνημείο της εικονομαχικής περιόδου θεωρήθηκε ένας άλλος ναός που
αποκαλύφθηκε στο παρελθόν κατά την ανέγερση οικοδομής σε οικόπεδο κοντά
στην άλλοτε Αγορά Χορτιάτη με βάση τον ανεικονικό διάκοσμο που στόλιζε
τα χαμηλότερα τμήματα του κτιρίου.
Η
συνέχεια της εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής στη Θεσσαλονίκη και
ειδικότερα το πέρασμα από την πρώτη στη μέση βυζαντινή περίοδο
ανιχνεύεται μέσα από το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου που βρίσκεται
προκολλημένο στην νοτιοανατολική γωνία της βασιλικής του Αγίου
Δημητρίου. Πρόκειται για μικρής κλίμακας βασιλική του 9ου ή 10ου το πολύ
αιώνα, γνωστή περισσότερο για τις τοιχογραφίες οι οποίες χρονολογούνται
στις αρχές του 14ου αι.
Η Παναγία των Χαλκέων
Με
το πέρασμα στη δεύτερη χιλιετία, η εποχή ίδρυσης μεγάλων εκκλησιών είχε
κλείσει. Εξάλλου, στη Θεσσαλονίκη, οι τέσσερις μεγάλοι ναοί
εξακολούθησαν να λειτουργούν καλύπτοντας έτσι βασικές ανάγκες πολυπληθών
εκκλησιασμάτων. Η άνθιση του μοναχισμού στη μέση και ύστερη βυζαντινή
περίοδο, ειδικά στη μακεδονική πρωτεύουσα που διατηρούσε ζωτικές σχέσεις
με το Άγιο Όρος, άνοιξε νέους καλλιτεχνικούς δρόμους. Μικρά
παρεκκλήσια, ταφικά ως επί το πλείστον, προσαρτώνται σε ήδη υπάρχουσες
εκκλησίες· παράλληλα κτίζονται ανεξάρτητοι ναοί μέσα στους οποίους
έμελλε να ταφούν οι χορηγοί τους. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τάσης
στη Θεσσαλονίκη αποτελεί η Παναγία των Χαλκέων, έργο το οποίο ιδρύθηκε
με πρωτοβουλία ενός βυζαντινού αξιωματούχου που μας είναι γνωστός από τη
χαρακτή επιγραφή στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, ως πρωτοσπαθάριος
Χριστόφορος. Το μνημείο, ακριβώς χρονολογημένο (1028), κατέχει
σημαίνουσα θέση στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. Κτισμένο αποκλειστικά με
πλίνθους, σ’ ένα σχέδιο καθαρά πρωτευουσιάνικο, συνδυάζει χαρακτηριστικά
της σχολής της Κωνσταντινούπολης αλλά και κατά παράδοση ελλαδικά
μορφολογικά στοιχεία. Επάλληλα αψιδώματα και αετωματικές επιστέψεις
συνταιριάζονται σ’ ένα ανεπανάληπτα αρμονικό σύνολο.
Με
την ίδρυση της Παναγίας των Χαλκέων αρχίζουν στη Θεσσαλονίκη όλες
εκείνες οι διεργασίες που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την
ανάπτυξη μιας αυτόνομης αρχιτεκτονικής σχολής στην καρδιά της Μακεδονίας
που θα επηρεάσει στη συνέχεια την εξέλιξη της τέχνης σε μια πολύ
ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, έξω από τα φυσικά της όρια, από τη Θεσσαλία
ως την περιοχή των Σκοπίων, σε μια ζώνη μεταξύ Ηπείρου και Θράκης. Η
μεσοβυζαντινή φάση της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, ο ναός της
Μεταμορφώσεως στον Χορτιάτη, το καθολικό της Μονής Προδρόμου στις
Σέρρες, η Κοίμηση της Αιανής στην Κοζάνη καθώς και μικρότερα έργα στη
Θεσσαλία ή και μεγαλύτερα στο Άγιο Όρος αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες
μιας γόνιμης καλλιτεχνικής πορείας.
Μικρή αναστολή στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής σχολής στη Θεσσαλονίκη
επέφερε η Λατινοκρατία, στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αι., όπως εξάλλου
και στην ίδια την Κωνσταντινούπολη όπου η κατοχή διήρκεσε πολύ
περισσότερο. Το κέντρο βάρους των πολιτιστικών δραστηριοτήτων στις
δυτικές επαρχίες του βυζαντίου μετατοπίστηκε δυτικότερα με αποτέλεσμα να
συνδεθεί η Θεσσαλονίκη ακόμη πιο πολύ με τη Θεσσαλία, τις βόρειες και
δυτικές περιοχές της Μακεδονίας και κυρίως με την Ήπειρο όπου βρισκόταν η
έδρα των δεσποτών της.
Καλλιτεχνική παράδοση
Μετά τα μέσα του 13ου αι. καθώς η ενότητα του βυζαντινού κράτους είχε
αποκατασταθεί, η Θεσσαλονίκη έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην παραγωγή
αξιόλογων αρχιτεκτονικών έργων δημιουργώντας αυτόνομη καλλιτεχνική
παράδοση και άσκησε επιρροή σε ευρύτερους χώρους. Οι σχέσεις της
συμπρωτεύουσας με την Κωνσταντινούπολη, που στο μεταξύ ξανακερδίζει την
παλιά της αίγλη, θα συνεχιστούν σε μια νέα καλλιτεχνική βάση, ιδιαίτερα
γόνιμη, χωρίς στείρες μιμήσεις, μέσα σε ένα πνεύμα γενικότερων
πολιτιστικών αξιών που θα ισχύσουν οικουμενικά και θα διακριθούν με τα
ειδικά τους χαρακτηριστικά κατά περιοχές.
Μέσα στο οικουμενικό αυτό πνεύμα η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει να
επιδείξει απαράμιλλα αρχιτεκτονικά έργα, όπως ο Άγιος Παντελεήμων, οι
Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Αικατερίνη, ο Προφήτης Ηλίας, καθώς και άλλες
μικρότερες εκκλησίες, καθολικά μοναστηριών ως επί το πλείστον, που με
την κλίμακά τους αλλά και τις καλλιτεχνικές τους προθέσεις δείχνουν την
απήχηση της αρχιτεκτονικής σχολής που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη και
γενικότερα στη Μακεδονία. Μιας σχολής που η σφραγίδα της θα χαρακτηρίσει
την τέχνη στον κύριο κορμό των Βαλκανίων για δύο τουλάχιστον αιώνες.
(Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες». Αφιέρωμα: Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη, 25 Δεκεμβρίου 1992, σ.18-19.)